Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Ο Pirandello γιατρός

Πρωί - πρωί σήμερα μ’ έβαλε κι έκανα τεστ κοπώσεως και όταν μου ήρθε σκοτοδίνη απ’ το τρέξιμο μ’ έβαλε και κάθισα σε μια καρέκλα. «Βγάλε τη γλώσσα σου και κάνε ααα», μου είπε και μου έχωσε στο στόμα ένα κουταλάκι να δει είπε τις αμυγδαλές. Κόντεψα να πνιγώ, «τις έχω βγάλει μικρός», ψέλλισα αλλά δεν έδωσε σημασία, μου είπε να βάλω το ένα πόδι πάνω στο άλλο και ήθελε να δει τα αντανακλαστικά μου. Νεύρα καλά», διέγνωσε. Ύστερα με κοίταξε στο μάτι μ’ εκείνον τον φακό που έχουν οι οφθαλμίατροι και αποφάνθηκε πως τα μάτια μου είναι εντάξει… φοράει κι αυτή την άσπρη μπλούζα που δένει πίσω… δεν είναι να του φέρνει κανείς αντιρρήσεις, πετάει σου λέει ο γάιδαρος - πετάει εσύ, τι άλλο να πεις;

Μετά με ξάπλωσε στον καναπέ: «εδώ πονάς;», ρώτησε. «Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Εδώ;» «Ούτε», είπα, «δεν πονάω πουθενά». «Στάσου να σου πάρω και μια πίεση», μου είπε και μου φούσκωσε στο μπράτσο το περιβραχιόνιο. Άκουσε προσεκτικά και μετά δήλωσε: «ούτε πίεση έχεις. Σήκωσε τη μπλούζα σου να σ’ ακροαστώ». Τη σήκωσα. Ο Pirandello μου έβαλε το στηθοσκόπιο στην πλάτη κι αφουγκράστηκε τα εντός μου, «δεν ακούω τίποτα, για βήξε», είπε. Έβηξα δυο - τρεις φορές. «Τίποτα», αναστέναξε, «δείχνεις τρομερά υγιής».

«Τελειώσαμε τώρα μ’ αυτές τις αηδίες, μπορώ να ντυθώ;», ρώτησα. «Ναι, νομίζω», είπε. «Αλλά καλύτερα να κάνεις κι ένα τσεκάπ, μια αίματος, μια μαγνητική… κάτι θα έχεις, δε γίνεται». «Γιατί απαραίτητα πρέπει να ‘χω οπωσδήποτε κάτι;» «Γιατί κάπου θα σ’ έχει βαρέσει και ‘σένα η κρίση, όλοι είναι πια άρρωστοι… εγώ απλά δε διαθέτω τα μέσα». «Κοιμάμαι μάλλον άσχημα, ροχαλίζω και δεν αναπνέω καλά αλλά όλα αυτά πρέπει να είναι απ’ το τσιγάρο», είπα εγώ, «το μόνο που νομίζω πως έχω είναι αυτή η κατάθλιψη… αλλά όλοι έχουν, έτσι είπες». «Και τι πάει να πει αυτό», είπε ο Pirandello, «δεν είμαι γιατρός».