Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Η μεγαλοψυχία του Pirandello.

«Διαβάζεις ποίηση;», ρώτησε ο Pirandello. «Όχι, δεν έχω καιρό», είπα εγώ. «Και όμως θα έπρεπε», είπε εκείνος, «υπάρχουν πράγματα που δε λέγονται αλλιώς». «Αλήθεια; Σαν τι πράγματα;» «Ο έρωτας, οι φωνές του σκοταδιού, τα σκιρτήματα που κάνει η καρδιά που δε γνωρίζει, τα φώτα του ουρανού, όλα αυτά τα θεια πράγματα». «Θεέ μου», έκανα, «είσαι μήπως άρρωστος;» «Με ισοπεδώνεις. Με προσεδαφίζεις κάθε φορά που προσπαθώ ν’ απογειωθώ. Με φθονείς, γι’ αυτό το κάνεις. Έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό δεν το κάνεις;» «Πάλι φταίω εγώ;» «Μη το παίζεις θύμα διαρκώς, μαθαίνω τι πας και λες, ότι είμαι ιδιότροπος, αλλοπαρμένος και δεν ξέρω τι άλλο». «Ποιος στα λέει αυτά;» «Δεν το παραδέχεσαι; Δεν είναι αλήθεια; Πες μου. Θέλω να ξέρω». «Ας πούμε πως είναι, εσένα ποιος στα λέει;» «Είμαι διορατικός». «Είσαι ένας γεροπαράξενος που όλα του φταίνε. Και κυρίως εγώ. Βαρέθηκα». «Και τι θα κάνεις; Θα φύγεις;» «Να με πληρώσεις να φύγω. Να μείνεις εδώ να τρώγεσαι με τα ρούχα σου». «Τι είπα τώρα που σε ερέθισε;» «Δεν ξέρω, όλα με ερεθίζουν». Σηκώθηκε από ‘κει που καθόταν. «Φτωχό μου παιδί», έκανε. «Θα σε φροντίζω εγώ. Ευτυχώς που κρατάνε ακόμα τα κότσια μου… αλλιώς θα ήσουνα χαμένος. Μια ψυχή έρημη, σ’ έναν άκαρδο κόσμο. Πες μου τι θα έκανες χωρίς εμένα, να σε φροντίζω, να σε περιποιούμαι, να σε γιατροπορεύω και να ικανοποιώ όλες σου τις παλαβομάρες;»