Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Η «μέρα που ‘ναι» κι ο pirandello.

«Είπα μέρα που ‘ναι…» «Μέρα που ‘ναι τι;» «Να μην πω τίποτα. Αρκετά τα δυσάρεστα». «Ναι, σ’ έπιασε τώρα ο πόνος… γίνεσαι γλυκανάλατος». «Γλυκανάλατος; Εγώ;» «Μάλιστα κύριε, γλυκανάλατος. Αρεστός». «Αρεστός; Σε ποιον; Βλέπεις κανέναν άλλον; Εκτός από ‘μας τους δυο θέλω να πω». «Μην κάνεις πως δε καταλαβαίνεις, εννοώ τους θεατές, τους ακροατές». «Τους αναγνώστες εννοείς». «Αυτούς. Αλλιώς δε θα ‘μασταν ούτε εμείς εδώ. Και ίσως αυτό θα ήταν πιο αληθινό, πιο ντόμπρο». «Ώστε γι’ αυτό είσαι εδώ; Και εγώ που νόμιζα πως ήσουν εδώ σαν φίλος». «Είμαι και σαν φίλος. Είμαι και σαν υποβολέας. Είμαι και σαν συνείδηση. Και σαν καθρέφτης. Είμαι όλα αυτά. Αλλά χωρίς αυτούς δεν έχει νόημα και το ξέρεις, υπάρχουμε, κι εσύ κι εγώ για τους άλλους. Αυτός είναι ο πραγματικός μας ρόλος, διαφωνείς;» «Χαίρομαι που βάζεις τα πράγματα στη θέση τους τέλος πάντων, που δεν τρέφεις αυταπάτες». «Κανένας δεν τρέφει πια αυταπάτες. Κι αυτό το ξέρεις». «Γιατί θες να γίνεσαι δυσάρεστος… μέρα που ‘ναι». «Μα η δυσαρέσκεια είναι εδώ, το πω εγώ ή όχι, δεν τη νοιώθεις;» «Να νοιώθω τι; Ότι δεν σου αρκεί το ότι είμαστε εδώ οι δυο μας και τα λέμε; Μα αυτό το ξέρω, όλοι το ξέρουν». «Τέλος πάντων… συζητήσεις, ατέρμονες συζητήσεις, χωρίς νόημα. Θεέ μου… τι απουσία νοήματος». «Μα γιατί θαρρείς υπάρχουν οι άνθρωποι; Τι μπορούν να κάνουν όλοι αυτοί οι ελάχιστοι;» «Ελάχιστοι. Πάντα έτσι έβλεπες τους ανθρώπους, με υπεροψία». «Κουταμάρες. Τους βλέπω σύμφωνα με το πώς είναι, ούτε υπερβάλω ούτε τίποτα, το μαύρο, μαύρο και το άσπρο, άσπρο». «Τέλος πάντων… μέρα που ‘ναι… ας τα αφήσουμε ως έχουν». «Ναι, μέρα που ‘ναι… ας τα αφήσουμε ως έχουν», είπε κι ο pirandello. Και δεν είπαμε τίποτα άλλο. .