Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Η «ευκαιρία» του pirandello.

«Έχεις κάτι μαζί μου;» «Πώς σου ήρθε αυτό;» «Απλώς ρωτάω… δε μιλάς». «Δε μιλάω γιατί δεν έχω τι να σου πω». «Μπορείς να πεις οτιδήποτε, δε χρειάζεται να ‘χεις κάτι συγκεκριμένο». «Οι άνθρωποι συνήθως λένε βλακείες. Δεν έχουν να πουν τίποτα και λένε βλακείες». «Η ζωή είναι τέτοια, δε φταίνε οι άνθρωποι». «Δε καταλαβαίνω τι νόημα έχει τώρα αυτή η συζήτηση». «Δε μπορούμε να είμαστε στο ίδιο δωμάτιο και να μη μιλάμε, αν είναι να φύγω». «Αν θέλεις να φύγεις, φύγε». «Κάτι σ’ απασχολεί». «Όντως. Αλλά δε θέλω να το συζητάω». «Καλώς. Θέλεις κάτι να κάνω;» «Όχι». «Αυτός ο καιρός είναι πληκτικός, δεν είναι;» «Είναι χειμώνας. Πάντα ο χειμώνας είναι έτσι πληκτικός». «»Λοιπόν… να φεύγω κι εγώ». «Δε μπορείς να κάτσεις σ’ ένα μέρος χωρίς να μιλάς;» «Μπορώ. Αλλά δε βλέπω τον λόγο». «Μα δε βλέπεις πως όταν οι άνθρωποι δεν έχουν τι να πουν αναγκάζονται να λένε βλακείες;» «Είσαι αυστηρός με τους ανθρώπους. Στο κάτω - κάτω δεν είναι υποχρεωμένοι να έχουν να πουν κάτι». «Και δεν είναι τραγικό αυτό;» «Δε συμβαίνει και πάντα». «Συμβαίνει όμως. Ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και ο άνθρωπος που έχεις μπροστά σου, σου φαίνετε απελπιστικά βαρετός, δε συμβαίνει ;» «Όλοι έχουν δικαίωμα να είναι ακόμα και βαρετοί». «Μονάχα οι ανόητοι. Οι άλλοι ξέρουν να μη το δείχνουν». «Εμένα δε μου φαίνεσαι βαρετός». «Γιατί το λες τώρα αυτό;» «Έτσι μου ‘ρθε, μη δίνεις σημασία». «Ούτε εμένα μου φαίνεσαι βαρετός». «Προφανώς δε φτάνει αυτό». «Προφανώς». «Θες να πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο;» «Να πάμε πού;» «Μια βόλτα». «Μπορούμε να πάμε μακριά;» «Όσο θες». «Τότε εντάξει». «Μπορούμε να πάμε και μέχρι την Ιταλία αν θες». «Δεν εννοώ τόσο μακριά». «Μπορούμε να πάμε σε κάποιο νησί». «Δεν είναι κακή ιδέα. Σε ποιο νησί λες;» «Σε όποιο να ‘ναι». «Δε θ’ αλλάξει τίποτα, το ξέρεις, έτσι δεν είναι;» «Το ξέρω. Αλλά πρέπει να πάμε. Πρέπει να της δώσουμε μια ευκαιρία». «Πώς λες να ‘ναι;» «Ποια;» «Αυτή η ευκαιρία». «Πώς είναι οι ευκαιρίες;» «Δεν ξέρω. Θα είναι διαφορετικές φαντάζομαι… δηλαδή απ’ ό,τι συνήθως». «Πάμε τότε. Δεν είναι σωστό να την αφήσουμε να περιμένει». «Το καπέλο μου» μου είπε με το που μπήκαμε στο αυτοκίνητο. «Ξέχασα το καπέλο μου». «Θα στο φέρω εγώ», είπα, «ποιο καπέλο;» «Δεν έχω αποφασίσει ακόμα, θα πάω εγώ», είπε και ξαναγύρισε σπίτι. Είναι μια ώρα μέσα και ψάχνει για ένα καπέλο. Και έχω βαρεθεί να περιμένω. Νομίζω πως δε θα φύγουμε ποτέ απ’ αυτό το μέρος.