Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Η «εκπαίδευση» του pirandello.

«Τι τα θέλουμε αυτά τα γελοία ρούχα;», ρώτησα. «Πώς; You're in the army now», είπε ο pirandello, «πρέπει να μπεις στο πετσί του στρατιώτη. Και μη σταματάς, 1, 2. 1, 2… συνεχίζουμε από ‘κει που ‘χαμε μείνει, καταρρίπτω όλα σου τα επιχειρήματα, λέγε» «Έπρεπε εξ αρχής να καθορίσουμε τους όρους μας», είπα ασθμαίνοντας και πηδώντας πάνω - κάτω, «να ‘χω κι εγώ… πώς το λένε… το μερτικό μου». «Είσαι επηρεασμένος και δεν ξέρεις τι λες», είπε ο pirandello βαδίζοντας πέρα - δώθε με το σκουπόξυλο και τη σφυρίχτρα, «άκου εκεί μερίδιο… και αν θες να ξέρεις ο κόσμος έρχεται για ‘μένα εδώ, αν δεν ήμουν εγώ εσύ ποιος θα ‘σουν;» «Έπρεπε να γράφει κάπου το όνομα μου, βαρέθηκα να ζω στην σκιά». «Τι είπες στρατιώτη; Δεν άκουσα τίποτα». «Έπρεπε να γράφει κάπου το όνομα μου, βαρέθηκα να ζω στην σκιά», ούρλιαξα. «Να ανοίξεις δικό σου μαγαζί τότε», μου φώναξε μέσα στο αφτί. «Δεν χρειάζεται να είσαι τόσο πειστικός», είπα, «μη φωνάζεις». Ο pirandello χτύπησε παλαμάκια. «Συγκεντρώσου, δεν κάνουμε θέατρο τώρα, προετοιμάζουμε την στάση σου στο δικαστήριο. Και στο δικαστήριο δε θα ‘χεις χρόνο να σκεφτείς, πρέπει να είσαι δασκαλεμένος. Συνέχισε, 1, 2. 1, 2…» «Εντάξει», είπα. «Αλλά ας κάνουμε ένα διάλειμμα, κουράστηκα». «Δεν υπάρχουν περιθώρια για ξεκούραση… εκτός κι αν θέλεις να χάσεις». «Μα λέμε και ξαναλέμε τα ίδια πράγματα, τα εμπέδωσα». «Σε βρίσκω αδύναμο… ή τέλος πάντων όχι αρκετά δυνατό. Πρέπει να προπονηθείς, θα τρέχεις 45 λεπτά κάθε πρωί και θα παίρνεις πρωτεΐνες. Εν ανάγκη θα καταφύγουμε στα αναβολικά, πρέπει να αποκτήσεις αυτοπεποίθηση, ανάστημα, σφρίγος. Καταλαβαίνεις ή μιλάω στον αέρα; Ακούς στρατιώτη;» «Καταλαβαίνω», έκανα αδύναμα. «Αλλά θέλω έναν καφέ». «Συμφωνείς; «Να συνεχίσω ή να σ’ αφήσω και να κοιτάξω τις δουλειές μου;» «Όχι, συμφωνώ», είπα. «Σε χρειάζομαι». «Μου αναθέτεις να σε κάνω σκληρό σαν πέτρα; Δυνατό σαν ταύρο; Συμφωνείς;» «Ναι, ναι… όλα αυτά». «Υπερασπίσου τότε ψοφίμι», ούρλιαξε κι άρχισε να με κοπανάει με τη σκούπα. «Τρελάθηκες; Σταμάτα», φώναζα αλλά εκείνος συνέχιζε μέχρι που μου κατάφερε μια γερή στο κεφάλι και άρχισα να αιμορραγώ. Πέταξε τότε το σκουπόξυλο και άναψε τσιγάρο. «Χρειάζεσαι πολύ δουλειά», είπε. «Είσαι σαν να ‘χεις έρθει από άλλον κόσμο, είσαι μαμμόθρεφτος». «Είσαι θεότρελος», είπα, «μου άνοιξες το κεφάλι». Πήγε και μου έφερε πάγο. Ύστερα μου έβαλε ένα φλιτζάνι καφέ και μου έδωσε και τσιγάρο. «Σκέψου πως είσαι στον στρατό, πως έχεις να τα βάλεις με τέρατα. Θα σε φάνε λάχανο αν δεν γίνεις έτσι που λέω, καταλαβαίνεις;» «Καταλαβαίνω», του είπα και αρπάζοντας το σκουπόξυλο χίμηξα κατά πάνω του. «Εντάξει, εντάξει», φώναξε, «καλά τα πας, αντιστάθηκες επιτέλους». «Πάω να πάρω αέρα», είπα αηδιασμένος. Πέταξα ύστερα το σκουπόξυλο και γύρισα να φύγω. Και τότε μου έδωσε μια γερή στο κεφάλι και με έριξε κάτω. «Δε γυρνάμε ποτέ την πλάτη στον αντίπαλο, δε γυρνάμε ποτέ την πλάτη στον αντίπαλο», επαναλάμβανε συνέχεια ενώ με κλωτσούσε στα πλευρά και με βάραγε ανελέητα με το σκουπόξυλο… μέχρι που λιποθύμησα.