Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Η «πραγματική εικόνα των πραγμάτων» κατά pirandello.

«Γιατί δεν κοιμάσαι και με ξενυχτάς κι εμένα;», ρώτησα, «και τι διάολο κάνεις και σεργιανάς πάνω κάτω βραδιάτικα;» «Σ’ έφερα εδώ για να μιλήσουμε», είπε ο piradello. «Τι να πούμε χριστιανέ μου ; είναι άγρια μεσάνυχτα. Και γιατί δεν ανάβεις ένα φως; Τι παριστάνεις;» «Μην ανοίγεις το φως», είπε εκείνος, «είναι καλύτερα έτσι». «Τι είδους μούρλα είναι αυτή πάλι; Τι κάνεις στα σκοτάδια; Και γιατί μιλάς έτσι; Πούντιασες;» «Είναι η κουκούλα. Και αν το καλοσκεφτείς θα δεις πως δεν είναι καθόλου απαραίτητο το φως. Ίσα - ίσα σ’ αποπροσανατολίζει απ’ αυτό που πραγματικά βρίσκεται εκεί, από ‘κείνο που πρέπει να δεις». «Κατάλαβα», έκανα. «Πάλι οι γνωστές παλαβομάρες. Δεν είχες ύπνο και λες, δεν τον φωνάζω εδώ αυτόν τον ηλίθιο να περάσουμε την ώρα μας;» «Καθόλου παλαβομάρες», είπε ο pirandello. «Και αν δεν έβγαζες όπως πάντα αυθαίρετα συμπεράσματα θα καταλάβαινες πως σου μιλάω για την πραγματική εικόνα των πραγμάτων, όχι για ‘κείνη που φαίνεται». «Άσε με σε παρακαλώ ν’ ανάψω ένα φως, να μιλήσουμε επιτέλους σαν άνθρωποι». «Φύγε απ’ τον διακόπτη». «Καλά… δεν ανοίγω το φως. Αλλά στον Θεό σου, οι άνθρωποι τέτοια ώρα κοιμούνται». «Οι ηλίθιοι κοιμούνται. Γιατί πρέπει να παραδεχθείς πως το να κοιμάσαι ενώ συμβαίνουν τόσα τριγύρω είναι κουταμάρα. Είναι βλακεία… ηλιθιότητα». «Το να κοιμάται κάποιος είναι ηλιθιότητα; Και τι να κάνουμε; Να φοράμε κουκούλες και να κυκλοφορούμε στα σκοτάδια;» «Αυτό με το σκοτάδι και το φως είναι απλώς προκατάληψη. Αν δε βλέπεις τι μύτη σου δεν έχει καμιά σημασία αν είναι μέρα ή νύχτα». «Μα τον Θεό, δεν σε καταλαβαίνω. Με ξεσηκώνεις απ’ το κρεβάτι μου για να με φέρεις εδώ και να μου αραδιάσεις όλες αυτές τις βλακείες; Μα τι άνθρωπος είσαι εσύ τέλος πάντων; Και γιατί φοράς την κουκούλα; Να μη σε αναγνωρίσω;» » «Αν είχες κουκούτσι μυαλό στο κεφάλι σου θα καταλάβαινες πως δεν παίζω. Και πάνω στο τραπέζι έχει κι άλλη , φόρεσέ την». «Είσαι τρελός. Γιατί να τη βάλω την κουκούλα;» «Κάνε αυτό που σου λέω. Αλλιώς θα σηκωθώ και θα σε παρατήσω να σε φάνε τα σκυλόψαρα, οι Ψωμιάδηδες». «Α, εκεί το πας». «Φυσικά και το πάω εκεί. Και αν θες να ξέρεις δε τη φοράω για σένα την κουκούλα, τη φοράω για το κοινό. Γιατί το κοινό πρέπει να καταλάβει κάτι απ’ όλη αυτή την ιστορία». «Μα δε σε βλέπει… δε μας βλέπει κανείς. Κι αυτό το σκοτάδι… σε τι εξυπηρετεί το σκοτάδι;» «Το σκοτάδι κάνει τη δουλειά του κι εμείς τη δική μας, φόρεσέ την να τελειώνουμε». «Ορίστε, τη φόρεσα». Τον άκουσα να με πλησιάζει. Και την ίδια στιγμή ένοιωσα ένα φοβερό χτύπημα που μου κατάφερε στα μούτρα με το διαλομένο το σκουπόξυλο. «Σιχαμένε», βόγκηξα, «μου έσπασες τη μύτη… μου έσπασες τη μύτη». Άκουσα το σκουπόξυλο που έπεσε πέρα. Τώρα ήταν άοπλος… και βούτηξα να το πιάσω. Αλλά εκείνος μου έβαλε μάλλον τρικλοποδιά και σωριάστηκα κάτω σαν τον ηλίθιο. «Το σκοτάδι εξυπηρετεί στο να μη βλέπει ο αντίπαλος της κινήσεις μας», είπε ο pirandello. «Αυτό δε σημαίνει πως εμείς δεν πρέπει να προβλέπουμε τις δικές του». «Να πας στον διάολο», ούρλιαξα. «Βρικόλακα. ανώμαλε». «Θα μ’ ευγνωμονείς κάποτε για όλα αυτά φίλε μου», είπε και τον άκουσα που έφευγε. «Αλλά αρκετά για σήμερα μ’ αυτό το θέατρο, να μη σε κουράζω», είπε και την άλλη στιγμή άναψε τα φώτα. Ήταν ντυμένος καρδινάλιος. «Τρελέ», φώναξα. «Ανισσόροπε». «Ποτέ δε βλέπουμε την πραγματική εικόνα των πραγμάτων φίλε μου», είπε, «ποτέ».