Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Ο «Μακιαβέλλι» κι ο pirandello.

«Τι είναι αυτό;», ρώτησα. «Μια πάνινη κούκλα, παραγεμισμένη με άχυρο», είπε ο pirandello, «που στην περίπτωσή μας είναι ένας Μακιαβέλλι, ένας ποταπός αντίπαλος που είναι αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να πετύχει τον σκοπό του, να ας πούμε η εμφάνισή του, το ότι μοιάζει με μια αδύναμη πάνινη κούκλα, ένα αξιολύπητο αντικείμενο». «Μα είναι μια κούκλα». «Αυτό προσπαθώ να σου πω, ότι δεν είναι αυτό που βλέπεις. Εσύ βλέπεις αυτά τα κουρέλια και τα άχυρα αλλά αυτά δεν είναι παρά στάχτη στα μάτια, από πίσω κρύβεται ένας Σατανάς». «Ωραία. Και τι κάνουμε τώρα; Εξορκισμό;» «Μπορείς να το πεις κι έτσι. Κατ’ αρχάς δεν τον αγγίζουμε, προσέχουμε τι λέμε και τι κάνουμε και δεν χάνουμε τον στόχο μας. Να θυμάσαι πως αυτός εδώ ο διάβολος θα προσπαθήσει να σε τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί και ότι είναι αδίστακτος». «Ωραία. Κι εγώ τι πρέπει να κάνω;» «Εσύ τίποτα. Σαν να ‘χεις μπροστά σου έναν χιμπατζή, δεν παρασύρεσαι και είσαι ήρεμος. Να σκέφτεσαι σαν κι αυτόν, με τον χειρότερο τρόπο, δεν είναι και τόσο δύσκολο». «Δηλαδή να γίνω σαν τα μούτρα του;» «Δεν είναι και τόσο άσχημος… εξωτερικά. Αλλά κυρίως μας ενδιαφέρει ο τρόπος που σκέφτεται». «Μα δε γίνεται κάποιος Μακιαβέλλι επειδή έτσι θέλει…» «Λάθος. Μακιαβέλλι δε γεννιέσαι, γίνεσαι. Ή τουλάχιστον προσπαθείς». «Είναι εμετικά όλα αυτά. Δεν ξέρω αν μπορώ ν’ ανταποκριθώ». «Δε μπορείς να κάνεις αλλιώς, ή Μακιαβέλλι ή τίποτα». «Αφού δε μπορώ να το αποφύγω… Μακιαβέλλι», είπα «Ωραία», είπε ο pirandello, «ορίστε, έχεις εδώ μπροστά σου έναν αντίπαλο, δείξε μου τι μπορείς να του κάνεις». «Εννοείς την κούκλα;» «Ναι. Δείξε μου πόσο κακός μπορείς να ‘σαι». «Να κάνω δηλαδή τι;» «Δεν ξέρω, εσύ αποφασίζεις, βγάλτης τα μάτια». «Είναι αποκρουστικό», είπα, «δε μπορώ να της βγάλω τα μάτια». «Κόψτης τότε το κεφάλι, βγάλτης το χέρι». «Μα δε μπορώ να κάνω τέτοιες αγριότητες, για ποιον με πέρασες; Και τέλος πάντων… σε τι θα ωφελήσει αυτό;» «Μα είναι μια πάνινη κούκλα», είπε ο pirandello, «δε θα πάθει τίποτα». «Μα μου ζητάς να την καταστρέψω, πώς δε θα πάθει τίποτα; Αν δεν πάθει τίποτα γιατί να τα κάνω όλα αυτά;» «Πρώτα απ’ όλα πρέπει ν’ αποβάλεις αυτόν τον συναισθηματισμό, να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα πάθει η κούκλα». «Το θεωρείς εύκολο αυτό;» «Όχι. Αλλά από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς». «Το καταλαβαίνω. Αλλά και πάλι δεν ξέρω αν μπορώ να βγάλω τα μάτια αυτής της κούκλας». «Ευαισθησίες και ξεράσματα», είπε ο pirandello, «κάνε πέρα». Και λέγοντας αυτά έπιασε το κεφάλι της κούκλας και με μια δυνατή κίνηση το ξερίζωσε απ’ τους ώμους. «Ορίστε», έκανε. «Πού το βλέπεις το δύσκολο. «Εσύ είσαι άλλο», είπα. «Εσύ είσαι άλλο κι εγώ άλλο, εγώ δε μπορώ να πετσοκόψω την κούκλα». «Φοβάμαι πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος», έκανε και έπιασε το σκουπόξυλο, «σου χρειάζεται πολύ ξύλο». «Δε μπορώ να το κάνω», φώναξα ενώ σήκωνα τα χέρια μου να προστατέψω το κεφάλι μου. «Υπεράσπισε τον εαυτό σου διάολε», φώναζε εκείνος ενώ με βάραγε όπου μ’ έβρισκε ακάλυπτο, «υπεράσπισε τον εαυτό σου». Οπισθοχωρούσα μέχρι που δεν έπαιρνε άλλο. Ύστερα άρπαξα μια καρέκλα και του την πέταξα στο κεφάλι. «Αρκετά για σήμερα», είπε εκείνος. «Έκανες επιτέλους ένα βήμα. Θα συνεχίσουμε αύριο. Θα συνεχίσουμε μέχρι που θα σε κάνω άνθρωπο».