Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Τα χρώματα της ατμόσφαιρας κι ο pirandello.

«Όποιος ζωγραφίζει πράσινους ουρανούς και μπλε λιβάδια θα έπρεπε να στειρώνεται», είπε ο pirandello κοιτάζοντας βλοσυρά τους πίνακες. Τον κοίταξα με το στόμα ανοιχτό σαν χάνος., δεν πίστευα στα αφτιά μου. «Τι είπες;», ρώτησα. «Επανέλαβα απλώς μια ρήση του Χίτλερ», έκανε εκείνος αδιάφορα. «Ώστε αυτά φτιάχνεις όταν πας και χάνεσαι;» «Είδες αρκετά», είπα έξαλλος. «Ήλπιζα πως θα μπορούσες να καταλάβεις αλλά έπεσα έξω. Και δε χρειάζεται να μείνουμε άλλο εδώ γιατί θα χαλάσουμε τις καρδιές μας. Και δε θέλω». «Στάσου», έκανε ο pirandello, «να το συζητήσουμε». «Δεν έχουμε να συζητήσουμε τίποτα, δεν υπάρχει λόγος», είπα εγώ και τον έσπρωξα… κάπως άγαρμπα ομολογώ κατά την πόρτα. «Η τέχνη είναι υποτίθεται για να τη βλέπει ο κόσμος», διαμαρτυρήθηκε. «Δε μ’ ενδιαφέρει γιατί είναι και τι δεν είναι», επέμενα και συνέχισα να τον σπρώχνω. «Έξω». «Αυτό είναι τουλάχιστον ανωριμότητα», είπε εκείνος και σταμάτησε να αντιστέκεται. «Έξω», επανέλαβα, «έξω». «Στο κάτω - κάτω εσύ μου ζήτησες να σου πω τη γνώμη μου για τους πίνακες», φώναξε. «Σωστά», είπα. «Και μου την είπες. Και τώρα έξω». Βγήκαμε στο φως του ήλιου. «Εντάξει», είπε ο pirandello, «ίσως υπήρξα κάπως κάθετος. Έχω δει και πολύ χειρότερα». «Ας μην το συνεχίσουμε», είπα. «Κλασική ευθιξία. Μα τι νομίζετε πώς είστε όλοι εσείς οι καλλιτέχνες;» «Θα μπορούσες να δείξεις μια στοιχειώδη ευγένεια». «Απλώς διατύπωσα μια σκέψη που έκανα, δεν ήταν καν γνώμη». Δε χρειάζεται να μου πεις τη γνώμη σου, κατάλαβα». «Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τα ίδια κριτήρια. Και μπορεί η γνώμη ενός τρίτου να σου φανεί χρήσιμη». «Εγώ είμαι ευχαριστημένος μ’ αυτά που φτιάχνω. Και δε μ’ ενδιαφέρει αν σ’ αρέσουν ή όχι. Τελειώσαμε τώρα μ’ αυτό;» «Κοίταξε, αντιλαμβάνομαι κάποια τεχνική, μια εμπειρία θα έλεγα σε σχέση με τη δράση των υλικών… αλλά διακρίνω την απουσία του θέματος, δεν καταλαβαίνω γιατί φτιάχνεις εκείνα που φτιάχνεις». «Δεν είναι απαραίτητο. Ούτε εγώ καταλαβαίνω όλες σου τις παλαβομάρες». «Οι δικές μου παλαβομάρες δεν είναι τέχνη, η τέχνη πρέπει να εμπεριέχει ένα νόημα». «Αυτός είναι ένας στατικός τρόπος σκέψης. Η ίδια η τέχνη είναι το νόημα, δεν έχει να κάνει με το αποτέλεσμα, ή τη θεματολογία, αυτό δεν αντιλαμβάνεσαι, την ίδια την ουσία της πράξης. Η πράξη δεν έχει να κάνει με την αναπαραστατικότητα». «»Ποιος μίλησε για αναπαραστατικότητα;» «Δε μίλησες αλλά το υπονόησες. Θα προτιμούσες να δεις ένα λιβάδι ή κάποια θάλασσα». Μπορώ ν’ αντιληφθώ μέχρι τις δεσποινίδες της Αβινιόν. Αλλά αυτά που φτιάχνεις εσύ… πες μου, εσύ ξέρεις τι φτιάχνεις «Ξέρω. Κατά προσέγγιση». «Μπορείς να μου εξηγήσεις να καταλάβω;» «Μπορώ. Είναι μυσταγωγίες. Είναι πύλες για ένα εσώτερο διάστημα». «Πάλι αδυνατώ». «Θα προσπαθήσω αλλιώς. Το ότι στα καλά καθούμενα η Μέρκελ εξαφανίζει την Κύπρο το καταλαβαίνεις;» «Όχι. Αλλά τι σχέση έχει αυτό;» «Δεν έχει. Αλλά λέει ότι δεν κάνω μόνο εγώ ακατανόητα πράγματα». «Ναι αλλά εδώ μιλάμε για εικαστικά, δε μιλάμε για την ΑΟΖ». «Δε μιλάμε για την ΑΟΖ αλλά για τον κόσμο που αλλάζει. Και η τέχνη διατυπώνει αυτόν τον κόσμο όπως μπορεί, είναι συνδιαμορφωτής, ένα αντίβαρο που σε κρατάει για να μην πέσεις, συμφωνούμε μέχρι εδώ;» «Ας πούμε πως συμφωνούμε». «Ωραία. Πες μου τώρα πώς θα το ζωγράφιζες εσύ αυτό; Θα ζωγράφιζες πιθανόν ένα βάζο;» «Θα ζωγράφιζα πιθανόν το κενό». «Και τι χρώμα έχει αυτό το κενό, ξέρεις;» «Μαύρο;» «Κάποιος άλλος θα έλεγε μπλε. Κι ένας άλλος θα έλεγε κόκκινο». «Δε μπορεί ένα πράγμα να είναι και μαύρο και κόκκινο και μπλε». «Γιατί; Ποιος ορίζει την αίσθηση;» Ήμασταν τώρα μπροστά στη θάλασσα. «Κοιτάζεις δηλαδή αυτή τη θάλασσα και έχεις μια αίσθηση από κόκκινο; Αυτό θες να πεις;» «Πιθανόν. Αν ταξιδέψεις στην άκρη της εικόνας, αν δεις πέρα από ‘κείνο που φαίνεται μπορεί η θάλασσα να είναι και κόκκινη. Ή πράσινη». «Η θάλασσα δεν έχει χρώμα, έχει να κάνει με την ατμόσφαιρα, όλοι το ξέρουν αυτό». «Ε, πες τότε πως ζωγραφίζω την ατμόσφαιρα», είπα και δεν είπαμε τίποτα άλλο γι’ αυτό.