Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Εγώ, ο pirandello κι ο «άλλος».

Ώρες - ώρες μιλάω σαν να μην είμαι εγώ. Σαν κάποιος άλλος να νοίκιασε το κεφάλι μου και σκέφτεται τώρα για ‘μένα. Και μου μιλάει κάθε τόσο με μια άκαμπτη γλώσσα. αλλά δεν απευθύνεται μάλλον σε ‘μένα, απλώς με χρησιμοποιεί. «Συμβαίνουν κάθε μέρα τέτοια πράγματα» θα μου πεις. Ναι, δε λέω. Αλλά είναι κάπως να σκαλίζουνε τα χαρτιά σου, να προσθαφαιρούν φράσεις και να σου βάζουν στο στόμα κουβέντες που δε θα ‘θελες να τις πεις, είναι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων αυτό, δεν είναι; Θα μου πεις «δικό σου είναι το κεφάλι, πέταξέ τον έξω». το επιχείρησα, δε γίνεται. Σκέφτηκα να τον δώσω στην αστυνομία. Αλλά θα μπλέξω, θα με ρωτάνε πράγματα που δεν ξέρω, θα πέσω σε αντιφάσεις και στο τέλος θα με κλείσουνε μέσα, θα βρουν κάτι. Θα μου πεις «άμα είσαι καθαρός δε θα ‘χεις πρόβλημα». Ναι, λογικά έτσι θα έπρεπε να ‘ναι. Αλλά τι γίνεται με λογικό τρόπο για να γίνει κι αυτό; Και στο τέλος - τέλος τι θα κάνει κι η αστυνομία; Να συλλάβει ποιον; Όχι, όχι. Το καλύτερο είναι να τον πάρω με το καλό. «Κοίτα φίλε, ωραία περάσαμε αλλά… καταλαβαίνεις, δε χωράμε, ο τόπος είναι μικρός». Κι αν αρνηθεί; Αν μου πει να φύγω εγώ; Όχι. Καλύτερα να καθίσω ήσυχα - ήσυχα και να τον κάνω να βαρεθεί. Αν κάνω πως δεν τον ακούω θα με βαρεθεί και θα φύγει. Ναι, αυτό μου φαίνεται καλό, αυτό θα κάνω. Να, θα κάτσω ήσυχα - ήσυχα εδώ και δε θα βγάζω μιλιά. Και άσε τον να μιλάει. Δε μιλάει. Είναι πολύ πονηρός. Προσπαθεί να μου σπάσει τα νεύρα μ’ αυτή τη μουγκαμάρα. «Τι έγινε; Γιατί δε μιλάς;» «Σκέφτομαι». «Τι σκέφτεσαι; Και ποιος είσαι εσύ που σκέφτεσαι μες στο κεφάλι μου; Είναι παραβίαση των ανθρωπίνων μου δικαιωμάτων αυτό, δε θα στο επιτρέψω». «Σταμάτα να λες κουταμάρες και άσε με να σκεφτώ». «Ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις ότι λέω κουταμάρες; Και στο κάτω - κάτω δικό μου είναι το κεφάλι και ό,τι θέλω κάνω». «Γίνεσαι κάθε μέρα και πιο ανόητος. Και από πού βγάζεις αυτό το γελοίο συμπέρασμα; Από πού κι ως πού σου ανήκει αυτό το κεφάλι;» «Κοίτα φίλε, δεν ξέρω τι είσαι και τι δεν είσαι και τι διάολο θες. Αλλά αυτό το κεφάλι είναι δικό μου. Και δεν το παραχωρώ σε κανέναν. Εδώ αφεντικό είμαι εγώ». «Έχεις εμμονές. Γιατί δεν πας να σε δει κάποιος γιατρός;» «Κοίτα, ξέρω πολύ καλά τι έχω και τι δεν έχω. Και ξέρω πολύ καλά πως αυτό το κεφάλι είναι δικό μου και κανενός άλλου. Γι’ αυτό κοίτα να ξεκουμπιστείς, αρκετά σε ανέχτηκα». «Πραγματικά με εντυπωσιάζεις. Μόνο εσύ νομίζεις πως διαθέτεις κεφάλι; Και πώς σου μπήκε η ιδέα πως εμένα μ’ αρέσει που είμαι εδώ;» «Αν δε σου άρεσε δε θα ‘χες έρθει. Και αφού όλοι έχουν κεφάλι, το δικό σου πού είναι;» «Θα προσπαθήσω να στο πω με απλά λόγια γιατί μάλλον δεν καταλαβαίνεις. Αυτό το κεφάλι είναι δικό μου, εσύ είσαι ο παρείσακτος». «Α, να που φτάσαμε στο προκείμενο. Ώστε αυτό θες; Να μου πάρεις το κεφάλι;» «Δε μου λες, θυμάσαι καθόλου τι έκανες χθες;» «Φυσικά και θυμάμαι, μην πας ν’ αλλάξεις τη συζήτηση». «Αφού θυμάσαι, πες μου. Τι έκανες χθες βράδυ;» ‘Ό,τι κάνω κάθε μέρα». «Θα μου πεις ή θα παίζουμε με τις λέξεις;» «Και ποιος είσαι εσύ για να μ’ ανακρίνεις;» «Δε σε ανακρίνω, σε ρωτάω αν θυμάσαι». «Ωραία λοιπόν, έγραφα. Τι πάει να πει τώρα αυτό;» «Τι έγραφες; Συγκεκριμένα». «Ένα κείμενο. Δε θυμάμαι τι κείμενο». «Μήπως για κάποιον που νομίζει πως ένας άλλος έχει μπει μέσα στο κεφάλι του;» «Αυτό το γράφω τώρα. Χθες έγραφα κάτι άλλο». «Αλλά δε θυμάσαι». «Δε θυμάμαι. Γράφω ένα σωρό κείμενα κάθε μέρα. Και γιατί να είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι;» «Πήγαινε στο αρχείο με το πρόβατο». «Πού ξέρεις εσύ για το πρόβατο;» «Κάνε αυτό που σου λέω». «Ορίστε, πήγα». «Ποιος έγραψε αυτές τις τελευταίες σελίδες;» «Μπαίνεις και γράφεις όταν κοιμάμαι». «Αυτό προσπαθώ να σου πω. Αντί να μου εναντιώνεσαι διαρκώς αποδέξου πως εσύ κι εγώ είμαστε ένα. Ο ένας - ο λιγότερο εργατικός - είσαι εσύ ασφαλώς. Ο άλλος - αυτός που σκέφτεται διαρκώς τη δουλειά - είμαι εγώ». «Και θες αυτό τώρα να το δεχτώ; Να κάνω ό,τι δεν τρέχει τίποτα;» «Δεν καταλαβαίνω γιατί να πρέπει να κάνεις κάτι άλλο». «Δε μ’ αρέσει να μοιράζομαι τη ζωή μου με κανέναν». «Δε σου ζητάει κανένας κάτι τέτοιο, θέλω απλώς να μ’ αφήσεις να κάνω τη δουλειά μου, έχασα ήδη πάρα πολύ χρόνο μ’ αυτές τις βλακείες». «Εσένα δηλαδή το μόνο που σ’ ενδιαφέρει είναι η δουλειά; Αυτό θες να πεις; ότι δε θες κάτι άλλο;» «Τι άλλο να θέλω;» «Δεν ξέρω, τη δόξα». «Για την ώρα δε βλέπω καμιά δόξα. Και τέλος πάντων θέλω να κάνω αυτό που κάνω και έχω κι εσένα να με πρήζει ότι καταπατούνται τα ανθρώπινα σου δικαιώματα… άκου ανοησία». «Δεν καταπατούνται; Δεν έρχεσαι εδώ και παριστάνεις το αφεντικό; Αν δεν είναι αυτό παραβίαση τι είναι;» «Λοιπόν για να τελειώνουμε. Εγώ ήμουν από πάντα εδώ. Αν τώρα εσύ ξεμωράθηκες και δεν αναγνωρίζεις τον ίδιο σου τον εαυτό δε φταίω εγώ. Και δε μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό». «Με το καλό, φύγε. Αλλιώς θα φωνάξω την αστυνομία». «Θα σε πάρουνε για τρελό». «Δε με νοιάζει για τι θα με πάρουνε. Θέλω μόνο να ξεκουμπιστείς από ‘δω». «Εντάξει λοιπόν, θα φύγω». «Στο καλό. Και να μας γράφεις». «Θα μετανιώσεις». «Να μην σε νοιάζει τι θα κάνω εγώ». «Εντάξει λοιπόν. Φεύγω». «Φύγε. Τι μας το λες;» «Δε θα τα καταφέρεις χωρίς εμένα». «Έτσι νομίζεις». «Καλά λοιπόν, φεύγω». «Στα τσακίδια». «Με ποιον τα ‘βαλες πάλι;», ρώτησε ο pirandello που στεκόταν τώρα απέναντί μου και με κοίταζε. «Τίποτα… κάτι δικό μου», είπα. «Αυτό που δεν τα βρίσκεις ποτέ με τον εαυτό σου να το κοιτάξεις», με παρότρυνε. «Πού ξέρεις εσύ ότι δεν τα βρίσκω με τον εαυτό μου;», ρώτησα έκπληκτος. «Όλοι έχουμε κάποια θέματα με τον εαυτό μας, δεν είσαι ο μόνος». «Έχεις κι εσύ τέτοια θέματα;» «Φυσικά. Πάντα φταίει ο άλλος». «Και σου μιλάει κι εσένα μέσα στο κεφάλι σου;» «Φυσικά». «Και δε σ’ ενοχλεί;» «Ίσα – ίσα». «Θες να πεις πως είναι λογικό; Ότι όλοι μιλάνε με τον εαυτό τους;» «Φυσικά». «Και τσακώνονται;» «Ναι. Τις περισσότερες φορές. Αλλά είναι ωφέλιμο να ακούς μια διαφορετική άποψη, σε προφυλάσσει από διάφορα». «Και εγώ τον έδιωξα». «Πώς τον έδιωξες;» «Του είπα να ξεκουμπιστεί και να φύγει. Τσακωθήκαμε και του είπα να φύγει». «Και έφυγε; Είσαι σίγουρος;» «Νομίζω… ναι, νομίζω πως έφυγε». «Άλλο το τι νομίζεις». «Είσαι εδώ;», ρώτησα. «Δυστυχώς», είπε η φωνή στο κεφάλι μου. «Εδώ είναι», είπα. «Είδες που σου ‘λεγα;», είπε ο pirandello. «Κανείς δε μπορεί να απαλλαγεί απ’ τον εαυτό του. Γι’ αυτό καλύτερα να τα βρείτε. Στο κάτω - κάτω δεν έχετε τίποτα να χωρίσετε». «Εύκολο να το λες», είπα. «Μου επιτρέπεις να του πω δυο κουβέντες;» «Πες του ό,τι θες». «Εσύ, ο «άλλος», μ’ ακούς;» Ο «άλλος» κούνησε το κεφάλι μου. «Δε γίνεται έτσι», είπε ο pirandello, «άφησέ τον να μιλήσει». «Τον αφήνω», είπα απαξιωτικά. «Τι πρόβλημα έχετε;», ρώτησε ο pirandello, «κάνετε σαν μικρά παιδιά». «Σ’ αυτόν πες τα», είπε ο «άλλος». «Αυτή η ιστορία παρατράβηξε. Και είναι γελοία. Πρέπει να νοιώθετε ευτυχείς που έχει ο ένας τον άλλον». «Εγώ δεν έχω πρόβλημα», είπε ο «άλλος». «Αυτός θέλει να παριστάνει το αφεντικό». «Εγώ θέλω απλώς την ησυχία μου. Κι εσύ ήρθες και μου μπαστακώθηκες εδώ, δε σε κάλεσα», είπα εγώ. «Σταματήστε, θα με τρελάνετε», φώναξε ο pirandello. «Και στο κάτω - κάτω εγώ κάνω κουμάντο εδώ. Και σας απαγορεύω, είμαι ο εργοδότης σας και σας το απαγορεύω». «Δε μπορείς να μας απαγορέψεις τίποτα», είπε ο «άλλος». «Το blog είναι δημόσιο… άλλο αν είσαι εσύ ο πρωταγωνιστής». «Σωστά», είπα εγώ. «Συμφωνώ. Και γιατί κάνεις κουμάντο εσύ; Το blog είναι δημοκρατικό». «Α, δε θα με τρελάνετε εσείς», είπε ο pirandello, «φεύγω». «Πού πας; Δεν τελειώσαμε», του φώναξε ο «άλλος». «Άσε τον να φύγει», είπα εγώ. «Μαζευτήκαμε πολλοί εδώ σήμερα». «Έφυγε», είπε ο «άλλος». «Λες να παρεξηγήθηκε;» «Να πιει ξύδι», είπα εγώ. Μείναμε και οι «δυο» να κοιτάζουμε απ’ το παράθυρο τον pirandello που έφευγε. «Πού πάει;», ρώτησα εγώ. «Στην παραλία. Όταν τσαντίζεται πάει πάντα στην παραλία», είπε ο «άλλος». «Δεν ήταν σωστό», είπα εγώ. «Στο κάτω - κάτω μεταξύ μας ήταν το πρόβλημα’. «Σωστά», είπε ο «άλλος». «Πάμε να τον βρούμε να του ζητήσουμε συγγνώμη;’ Και φύγαμε.