Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Το «χρυσόψαρο» του pirandello.

«Να, ξάπλωσε εδώ», είπε ο pirandello. «Εννοείς εδώ; Μες στη μέση;» «Ναι. Και αν θες με το κεφάλι απ’ την άλλη μεριά». «Δε μου ‘χες πει ότι ξέρεις κι από μασάζ». «Δε χρειάζεται να ξέρεις για να κάνεις μασάζ, αρκεί να θες». «Σωστά». «Εδώ πονάς;» «Πονάει όλο μου το χέρι, από τον αυχένα μέχρι τα δάκτυλα». «Είσαι μπλοκαρισμένος». «Δεν ξέρω τι είμαι, πονάω». «Σε ανακουφίζει καθόλου;» «Δεν ξέρω, πονάω». «Τώρα πρέπει να κρεμαστείς νομίζω από κάπου». «Εννοείς να κρεμαστώ κανονικά;» «Δεν εννοώ απ’ τον λαιμό. Αν και αυτό θα σε απάλλασσε πραγματικά απ’ τον πόνο». «Ωραίος μασέρ». «Δεν είμαι επαγγελματίας». «Το ξέρω. Φαίνεται άλλωστε». «Από τι φαίνεται;» «Δεν έχεις τα απαραίτητα λάδια. Ούτε πετσέτα. Και δεν κάνουν μασάζ πάνω απ’ τα ρούχα». «Αυτά δεν έχουν σημασία, στο μασάζ είναι να βρεις τον πόνο και να τον στραγγαλίσεις, να του κόψεις τον τσαμπουκά». «Ευτυχώς που δεν σκέφτηκες να το κάνεις επαγγελματικά». «Νομίζω πως θα ήμουν καλός. Αλλά δε μ’ αρέσουν τα πιασίματα». «Ναι, αυτό είναι βασικό στο μασάζ». «Απορώ πώς το κάνουν αυτό το πράγμα σε αγνώστους». «Δουλειά είναι, όπως όλες». «Τρομερό. Να πιάνεις τον έναν και τον άλλον». «Μην ανησυχείς, δε θα υποχρεωθείς να το κάνεις». «Αν σκεφτείς τι κάνει ο άνθρωπος για να βγάλει το ψωμί του… πόσα παίρνουν αυτοί με το μασάζ;» «Δεν έχω ιδέα. Τι σε νοιάζει;» «Να, σκεφτόμουν πως θα μπορούσες να κάνεις εσύ αυτή τη δουλειά και να βγάζεις ένα μεροκάματο». «Να πιάνω δηλαδή αυτούς που δε θες να πιάνεις εσύ;» «Όχι όλους, θα μπορούσες να διαλέγεις, να κάνεις μασάζ μόνο σε κοντές, κάτω από τριάντα. Πώς σου φαίνεται;» «Και γιατί μόνο σε κοντές;» «Για να μην κουράζεσαι, πάνω - κάτω». Πήγε μετά και σκάλισε τα συρτάρια του. «Ορίστε», έκανε περιχαρής και μου έδωσε μια βελόνα. «Θα μαντάρω και κάλτσες;», ρώτησα. «Όχι, θα κάνεις βελονισμό, έτσι τους κλείνεις και το στόμα». «Μα δεν ξέρω να κάνω βελονισμό», είπα. «Δεν έχει σημασία, αρκεί να ‘σαι σοβαρός και να μη λες πολλά. Θα τυπώσουμε και μια κάρτα και θα ‘σαι εντάξει». «Ναι, καλά τα λες. Αλλά εγώ δεν είπα ότι θέλω να κάνω μασάζ». «Κουταμάρες. Εδώ σου ανοίγετε ένα ολόλαμπρο μέλλον… θα γυρνάς στις παραλίες και θα δεις τι επιτυχία θα έχεις… μην το συζητάς, σου παρουσιάζεται μια μεγάλη ευκαιρία» «Ευκαιρία να πασπατεύω κοντές;» «Αν έχεις κάποια άλλη προτίμηση δε χρειάζεται να είναι κοντές, εγώ το είπα για να μην κουράζεσαι με το πάνω - κάτω». «Θα τις τρίβω ή θα της πηδάω; Δεν κατάλαβα». «Γιατί δεν αφήνεις τον εαυτό σου να σκεφτεί ελεύθερα; Θα κάνεις απλώς μια δουλειά. Είναι καλύτερα έτσι που κάθεσαι και δεν κάνεις τίποτα;» «Δε μ’ αρέσει να πιάνω τη μια και την άλλη, γιατί δε θες να το καταλάβεις;» «Μην τις πιάνεις, κάνε τους μόνο βελονισμό, τσίμπα με τη βελόνα». «Μα δε γίνεται, θα τους κάνω καμιά ζημιά». «Ούτε που θα το καταλάβουν, αρκεί να τους τσιμπάς εδώ κι εκεί, σαν κουνουπάκι. Και δε χρειάζεται καν να τις πιάνεις». «Μα τι σου ‘ρθε τώρα Χριστιανέ μου και θέλεις να κάνω οπωσδήποτε κάτι;» «Σε πονάει το χέρι;», ρώτησε ξαφνικά. «Ποιο χέρι;», έκανα εγώ. «Είδες; Σου πέρασε. Σκέψου να σου έκανα και βελονισμό». «Ωραία. Γιατί δεν ανοίγεις δικιά σου σχολή να μ’ αφήσεις ήσυχο;» «Το σκέφτομαι», είπε, «το σκέφτομαι. Θα εφαρμόσω δικιά μου τεχνική, θα κάνω πιραντελισμό, πώς σου φαίνεται;» «Αηδία», είπα. «Πρέπει να αναπτύξεις ένα άλλο είδος ευφυΐας», είπε ο pirandello ύστερα από ώριμη σκέψη. «Είσαι μονολιθικός. Και γι’ αυτό δεν έχεις και κανέναν φίλο». Το σκέφτηκα λίγο κι ύστερα είπα: «δεν έχω φίλους γιατί…», αλλά σταμάτησα εκεί. «Γιατί σταμάτησες;», με ρώτησε. «Γιατί θα έλεγα πως είναι όλοι βλάκες», είπα. « Ενώ δεν είναι;» «Δε θεωρώ πως είμαι ιδιαίτερα έξυπνος για ν’ αποκαλώ τους άλλους βλάκες. Και ναι, φυσικά και δεν είναι». «Τότε;» «Με κουράζουν. Είναι βαρετοί και με κουράζουν… δεν αντιλαμβάνονται βασικά πράγματα και βαριέμαι να εξηγώ. Και μου παγιδεύουν το μυαλό με την ανοησία τους, σκέφτομαι τις δικές τους βλακείες». «Ναι, μπορώ να το καταλάβω αυτό», είπε ο pirandello. «Αλλά πρέπει να κάνεις τα στραβά μάτια». «Δεν καταλαβαίνω γιατί, είμαι μια χαρά μόνος μου». «Δεν είναι υγιές». «Ναι… γιατί κατά τα άλλα σφύζω από Ηγία». «Δεν είσαι άρρωστος. Είσαι προβληματισμένος. Αλλά αυτό ένας άλλος θα το έλεγε… θα σε έλεγε προβληματικό». «Δε με νοιάζει τι θα έλεγε ο ένας κι ο άλλος, δε μ’ ενδιαφέρει τι λένε ή τι σκέπτονται… είναι σαν να μην υπάρχουν». «Αυτοάμυνα», διέγνωσε ο pirandello. «Πώς θα ένοιωθες αν κολυμπούσες σε μια γυάλα με χρυσόψαρα;», τον ρώτησα. «»Δε θα ένοιωθα άνετα», είπε. «Έτσι νοιώθεις;» «Ναι. Και φοβάμαι πως μεταλλάσσομαι σιγά - σιγά κι εγώ σε χρυσόψαρο». «Μη σε νοιάζει», είπε ο pirandello και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη. «Θα σε φροντίζω εγώ. Πάντα ήθελα να ‘χω ένα χρυσόψαρο».