Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Η «απολωλώς κάλτσα» κι ο pirandello.

«Ώστε έτσι, κουράστηκες». «Πολύ». «Και θα έφαγες φαντάζομαι και του σκασμού». «Όχι, δε θα έλεγα ιδιαίτερα. Αλλά ξέρεις… χρόνια πολλά και πάλι χρόνια πολλά και ο Θεός μαζί σας και να σας χαιρόμαστε και Χριστός Ανέστη και Αληθώς ανέστη… και φιλιά και πάλι φιλιά και ξανά φιλιά… πάρα πολλά για μια μέρα». «Και τώρα χρειάζεσαι αποτοξίνωση;» «Χρειάζομαι ψυχοθεραπεία». «Αυτές είναι οι τραγικές συνέπειες των εορτών, γι’ αυτό δε συμπαθώ τις γιορτές». «Μωρέ εσύ καλά κάνεις, μακάρι να μπορούσα κι εγώ». «Και γιατί δε μπορείς;» «Δε σ’ αφήνουν σε ησυχία. Άμα δε σε βρίσκουν σ’ αφήνουν μήνυμα. Άμα κλείσεις το τηλέφωνο σε ξαναπαίρνουν μέχρι ν’ αναστηθείς, τρελαίνονται οι άνθρωποι». «Και δε θες να τους βρίσεις;» «Φυσικά θέλω. Αλλά ούτε αυτό πιάνει γιατί σου λέει: έχει εκνευριστεί με κάποιον άλλον, δεν είναι για ‘μένα… είναι απελπιστική η κατάσταση». «Και γιατί δε φεύγεις; Γιατί δεν πας να μείνεις κάπου δίχως τηλέφωνο;» «Μην ανησυχείς, θα το κάνω. Προκειμένου να με τρελάνουν θα πετάξω και το κινητό και όλα». «Γιατί δεν τους λες ότι ενοχλείσαι;» «Το λέω παιδάκι μου. Αλλά αυτοί θέλουν να σου μιλήσουν, χέστηκαν τι θες ή τι δε θες εσύ». «Μην το σηκώνεις. Βγάλε το απ’ την πρίζα». «Ναι, θα το βγάλω απ’ την πρίζα». «Και τι άλλα νέα;» «Τα ίδια. Καλοκαίρεψε. Κι έχασα και την κάλτσα μου». «Ποια κάλτσα έχασες;» «Τη δεξιά. Τι πάει να πει ποια κάλτσα έχασα;» «Εννοούσα πώς». «Δεν ξέρω πώς. Ούτε πού». «Δε μπορεί, κάπου εδώ γύρω θα ‘ναι». «Έτσι έλεγα κι εγώ. Αλλά δεν είναι. Εξαφανίστηκε». «Δε μπορεί, δε θα έψαξες καλά». «Μην ψάχνεις, άλλαξα κάλτσες». «Ναι. Αλλά μου κάνει εντύπωση. Πού πήγε; Δε μπορεί να χάθηκε». «Μπορεί να την έχασα μέχρι εδώ». «Δε φορούσες κάλτσες όταν ήρθες;» «Όχι, τις κρατούσα στο χέρι γιατί κάτι γινόταν εκείνη την ώρα και έφυγα βιαστικά». «Περίεργο». «Θα πας πουθενά;» «Θα πάω. Όταν… δε μπορώ να καταλάβω τι έγινε η κάλτσα, δε χάνονται έτσι οι κάλτσες». «Αν δε βρεθεί θα πετάξω και την άλλη και ούτε γάτα ούτε ζημιά». ». «Ναι. Αλλά πού πήγε;» «Μη σκάσεις τώρα για μια κάλτσα, φόρεσα άλλες». «Δε σκάω, απλώς είναι περίεργο». «Θες καφέ;» «Έψαξες στην κουζίνα;» «Έψαξα. Έκανα κι όλη τη διαδρομή μέχρι πίσω». «Και τίποτα;» «Τι λέμε τόση ώρα;» «Θα μπορούσε να είναι η αρχή ενός διηγήματος», είπε. «Ναι», «είπα εγώ. «Η απολωλώς κάλτσα κι ο pirandello».