Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Οι «ανασκαφές» του pirandello.

«Τι να πω;», έκανα αντιλαμβανόμενος το μέγεθος της στοάς, «μένω κατάπληκτος». Ο pirandello άπλωσε το χέρι του και ανέβασε την ασφάλεια που ήταν στον τοίχο. Η στοά σταδιακά άρχισε να φωτίζεται και τότε κατάλαβα το πραγματικό της μέγεθος, ήταν δυο φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι είχα φανταστεί, ίσως και τρεις ή τέσσερις. «Μα…», έκανα εμβρόντητος, «πώς… πότε το έκανες όλο αυτό;» «Τα βράδια, όταν ο κόσμος κοιμάται… εργάζομαι», είπε προσπαθώντας να κρύψει την καυχησιά του, χωρίς να το καταφέρνει. «Μα αυτό το πράγμα θα πρέπει να σου πήρε χρόνια», είπα, «και δε μπορεί να το έκανες μόνος σου, κάποιος πρέπει να σε βοήθησε». «Φυσικά», είπε. «Μια μικρή βοήθεια την είχα». «Μοιάζει πολύ με τις στοές που αναφέρω στο ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ», είπα, «έχει την ίδια λογική». «Ναι», είπε ο pirandello. «Μελέτησα πολύ εκείνη την εργασία. Πρόσθεσα όμως την προσωπική μου αισθητική». «Παρ’ όλα αυτά… δε μπορώ να καταλάβω το γιατί… τι σηματοδοτεί αυτό το έργο;» «Δε σου θυμίζει κάτι άλλο;» «Κατακόμβες;» «Είναι ένας υπόγειος τόπος, οι σκέψεις που κάνω τις νύχτες. Χρειάζονται χώρο για ν’ αναπνεύσουν, να κινηθούν… είναι μια διέξοδος». «Καταλαβαίνω», είπα. «Αλλά οι σκέψεις συνήθως δε χρειάζονται χώρο». «Όλα χρειάζονται έναν ζωτικό χώρο, κάθε σπιθαμή εδώ κάτω, κάθε μέτρο τις εδραιώνει, τους δίνει υπόσταση ενώ… ενώ πριν ήταν απλώς αφηρημένες έννοιες… αοριστολογίες». Είχαμε φτάσει στην άκρη εκείνου του ατέλειωτου διαδρόμου, όλο εκείνο το τεράστιο έργο κατέληγε σ’ έναν μαύρο, σκληρό βράχο, δεν πήγαινε πουθενά. «Ως εδώ ήταν;», ρώτησα, «εδώ σταμάτησες;» «Από ‘δω και πέρα θα συνεχίσεις εσύ», είπε ο pirandello και μου έδωσε τον κασμά που ήταν εκεί. «Αν θέλεις κάποτε να βγεις από ‘δω πρέπει να σκάψεις τώρα τον βράχο». «Τι εννοείς;» «Από ‘κει που μπήκαμε», είπε και άναψε τσιγάρο, «… δεν έχει επιστροφή. Με λίγα λόγια αυτός ο διάδρομος είναι μονόδρομος, σαν τη ζωή. Για να βγεις πρέπει να βγεις από ‘κει», είπε και μου έδειξε πάλι τον βράχο. «Είσαι τρελός», φώναξα, «θεότρελος». «Είμαι», είπε, «δεν υποστήριξα ποτέ το αντίθετο. Αλλά έτσι συμβαίνει με τη ζωή. Και με τις φωνές δεν αλλάζεις τα πράγματα, για να βγεις πρέπει να βγεις από ‘κει». «Μα γιατί;», έκανα, «γιατί όλα αυτά;» «Άρχισε να σκάβεις και θα σου πω», είπε και κάθισε κατάχαμα. «Κι εσύ;» «Εγώ θα ‘μαι εδώ. Και που και που θα σκάβω κι εγώ, μαζί θα βγούμε από ‘δω». «Γιατί το κάνεις αυτό;» «Δεν το ορίζω εγώ ούτε ξέρω ποιος τα ορίζει αυτά τα πράγματα, είναι μια δοκιμασία που πρέπει να υποστείς, όλοι φτάνουν κάποτε μπροστά σ’ ένα βράχο, έτσι γίνεται... απ' αρχής κόσμου». «Θα σκάψω», είπα κι έπιασα τον κασμά. «Αλλά υποσχέθηκες να μου πεις». «Θα σου πω», μου είπε. Κι όσο εγώ έσκαβα εκείνους μου απαριθμούσε τα πράγματα που έκανα ή δεν έκανα στη ζωή. Τα έλεγε όμως ανάκατα, δεν ξέρω γιατί.