Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Η «ανάβαση» του pirandello.

«Δε θα φτάσουμε ποτέ στην κορυφή», είπα ξεψυχισμένα κι έμπηξα τη σκαπάνη μου μ’ όση δύναμη μου απέμενε. Κρατήθηκα μετά μη πέσω και γκρεμοτσακιστώ στο βάραθρο που έχασκε από κάτω. «Μη κοιτάς κάτω», άκουσα τον pirandello να μου φωνάζει πάνω απ’ το κεφάλι μου, «κοίτα πάνω». «Δε μπορώ», είπα. «Ζαλίζομαι». «Μη κοιτάς κάτω», μου ξαναφώναξε, «κοίτα πάνω διάολε, πάνω». Σήκωσα τα μάτια μου να δω. Ο pirandello χανόταν θαρρείς μέσα σε μια θολούρα, μισός εδώ και μισός μες στα σύννεφα. «Δε θ’ αντέξω», ψιθύρισα, «δεν έχω δύναμη». «Πιάσε το χέρι μου», πρόσταξε και είδα ένα γιγαντιαίο χέρι να βγαίνει μέσα απ’ το σύννεφο, σαν το χέρι του Θεού. «Πιάσε το χέρι μου», άκουσα τη φωνή του, σαν τη φωνή του παντοδύναμου, «πιάσε το χέρι μου που να σε πάρει, το χέρι μου». Έδωσα το χέρι μου κι εκείνος μου το άρπαξε και το έσφιξε, δεν ξέρω που έβρισκε τόση δύναμη. Ύστερα ένιωσα ένα δυνατό τράνταγμα και χώθηκα κι εγώ μες στο σύννεφο. Είχα ιδρώσει απ’ τον φόβο, τα πόδια μου κρέμονταν στο κενό αλλά εκείνος με κράταγε σφιχτά. Ύστερα, δεν ξέρω πως το κατάφερε, με τράβηξε άλλη μια φορά και βρέθηκα να κάθομαι κατάχαμα, σαν σε πολυθρόνα. Ο pirandello είχε σταθεί κιόλας όρθιος και έλυνε το σκοινί του. «Τι κάνεις;», ρώτησα, «δίχως σκοινί…». «Φτάσαμε», έκανε ήρεμα, δεν έχει πιο πάνω». «Πράγματι, δεν είχε. «Δηλαδή τα καταφέραμε;», ρώτησα γιατί δεν πίστευα στα μάτια μου, «φτάσαμε;» «»Έτσι φαίνεται», είπε. Έβγαλε μετά τη σαμπάνια απ’ το σακίδιο που κουβαλούσε στην πλάτη του. ύστερα έβγαλε και δυο ποτήρια, τυλιγμένα προσεκτικά σε μια πετσέτα. «Σαμπάνια; Εδώ πάνω;» «»Είναι σημαντικό να έχει κάποιος γενέθλια», είπε. «Και ακόμα πιο σημαντικό όταν έχει ανέβει ένα τέτοιο βουνό». «Με συγκινείς», είπα. «Δε περίμενα πως θα το θυμόσουν». «Ούτε εγώ», είπε. «Αλλά το θυμόμουν… δεν ξέρω και τόσους πολλούς άλλωστε που έχουν τέτοια μέρα γενέθλια». «Φαίνεται ωραίος ο κόσμος από ‘δω πάνω», είπα για να πω κάτι άλλο, «σαν από αεροπλάνο». Είχα συγκινηθεί και δεν ήθελα να το καταλάβει. «Σημασία έχει που τα καταφέραμε, δεν έχει η θέα», είπε ο pirandello . Ήπιε ύστερα μια γουλιά απ’ το ποτήρι του, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Ή έτσι ήθελε να φαίνεται.